- ταφτάς
- ο тафта (ткань)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταφτάς — ο, Ν·1. ύφασμα από λεπτό και πυκνά υφασμένο μετάξι 2. (φαρμ.) μικρό έμπλαστρο από το παραπάνω ύφασμα, το οποίο χρησιμοποιούσαν παλαιότερα σε περιπτώσεις δερματικών παθήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tafta < περσ. tāfta] … Dictionary of Greek
ταφτάς — ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.), είδος μεταξωτού υφάσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταφταδένιος — α, ο, Ν κατασκευασμένος από ταφτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταφτάδες, πληθ. τού ταφτάς + κατάλ. ένιος (πρβλ. μεταξ ένιος)] … Dictionary of Greek
tafta — TAFTÁ, taftale, s.f. Ţesătură de mătase lucioasă şi netedă, care produce, în mişcare, un foşnet caracteristic. [var.: (înv.) táftă s.f.] – Din tc. tafta. cf. fr. t a f f e t a s . Trimis de LauraGellner, 23.06.2004. Sursa: DEX 98 taftá s … Dicționar Român